- πυρόλα
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια πυρολίδες και περιλαμβάνει 20 περίπου είδη πολυετών ποωδών φυτών τα οποία είναι ιθαγενή τής Ευρώπης, τής Κεντρικής Ασίας και τής Βόρειας Αμερικής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. pyrola (< λατ. pirum [pyrum] «αχλάδι»)].
Dictionary of Greek. 2013.